- θερμοφόρα
- ηελαστική σακούλα γεμάτη ζεστό νερό, που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση κάποιου μέρους του σώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θερμοφόρα — Συσκευή τοπικής εφαρμογής ξηράς θερμότητας, που αποτελείται από μία ελαστική φιάλη με ζεστό νερό και βιδωτά πώματα και η οποία χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς. Η χρήση των θ. στηρίζεται στην αναλγητική επίγραση της θερμότητας … Dictionary of Greek
θερμοφόρος — α και ος, ο (Α θερμοφόρος, ον) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η θερμοφόρα ή ος μικρός σάκος, συνήθως ελαστικός, ο οποίος γεμίζει με θερμό νερό ή με θερμαινόμενο αέρα και χρησιμεύει για τη θέρμανση τού κρεβατιού ή τών ποδιών ή χρησιμοποιείται για να… … Dictionary of Greek
μπουγιότα — η θερμοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bouillotte < γαλλ. bouillir «βράζω» < λατ. bullire «βράζω»] … Dictionary of Greek